成人 έννοια και προφορά

成人
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

成人 ελληνικός ορισμός

chéng rén

  • ενήλικας

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chéng): να κάνω
  • (rén): ανθρωποι