成熟 έννοια και προφορά

成熟
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

成熟 ελληνικός ορισμός

chéng shú

  • ώριμος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chéng): να κάνω
  • (shú): μαγείρευτος