手工 Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη 手工 ελληνικός ορισμός shǒu gōng εγχειρίδιο HSK level HSK 5 Χαρακτήρες 手 (shǒu): χέρι 工 (gōng): δουλειά