手工 έννοια και προφορά

手工
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

手工 ελληνικός ορισμός

shǒu gōng

  • εγχειρίδιο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shǒu): χέρι
  • (gōng): δουλειά