打印 έννοια και προφορά

打印
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

打印 ελληνικός ορισμός

dǎ yìn

  • τυπώνω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dǎ): κτύπημα
  • (yìn): σφραγίδα

Παραδείγματα ποινών με 打印

  • 这些材料已经打印完了。
    Zhèxiē cáiliào yǐjīng dǎyìn wánliǎo.