印 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

印 ελληνικός ορισμός

yìn

  • σφραγίδα

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : injured; moreover; preferably;
  • : descendant; heir; offspring; posterity; to inherit;
  • : indene (chemistry);
  • : shade;

Παραδείγματα ποινών με 印

  • 这些材料已经打印完了。
    Zhèxiē cáiliào yǐjīng dǎyìn wánliǎo.
  • 这份材料,请再复印两份。
    Zhè fèn cáiliào, qǐng zài fùyìn liǎng fèn.
  • 他给我留下了很好的印象。
    Tā gěi wǒ liú xiàle hěn hǎo de yìnxiàng.

Λέξεις που περιέχουν 印, ανά επίπεδο HSK