打喷嚏
Απλοποιημένη λέξη
打噴嚏
Παραδοσιακή λέξη
打喷嚏 ελληνικός ορισμός
dǎ pēn tì
- φτάρνισμα
dǎ pēn tì
- φτάρνισμα