打喷嚏 έννοια και προφορά

打喷嚏
Απλοποιημένη λέξη
打噴嚏
Παραδοσιακή λέξη

打喷嚏 ελληνικός ορισμός

dǎ pēn tì

  • φτάρνισμα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dǎ): κτύπημα
  • (pēn): σπρέι
  • (tì): φτάρνισμα