打工 έννοια και προφορά

打工
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

打工 ελληνικός ορισμός

dǎ gōng

  • μερική απασχόληση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dǎ): κτύπημα
  • (gōng): δουλειά