打扫 έννοια και προφορά

打扫
Απλοποιημένη λέξη
打掃
Παραδοσιακή λέξη

打扫 ελληνικός ορισμός

dǎ sǎo

  • καθαρη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dǎ): κτύπημα
  • (sǎo): σκούπισμα

Παραδείγματα ποινών με 打扫

  • 我准备周末把房间打扫一下。
    Wǒ zhǔnbèi zhōumò bǎ fángjiān dǎsǎo yīxià.
  • 我用了两个小时打扫房间。
    Wǒ yòngle liǎng gè xiǎoshí dǎsǎo fángjiān.