扫
掃
扫 ελληνικός ορισμός
sǎo
- σκούπισμα
sǎo
- σκούπισμα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 嫂 : κουνιάδα
Παραδείγματα ποινών με 扫
-
我准备周末把房间打扫一下。
Wǒ zhǔnbèi zhōumò bǎ fángjiān dǎsǎo yīxià. -
我用了两个小时打扫房间。
Wǒ yòngle liǎng gè xiǎoshí dǎsǎo fángjiān.
Λέξεις που περιέχουν 扫, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 3
- 打扫 (dǎ sǎo) : καθαρη