打扰 έννοια και προφορά

打扰
Απλοποιημένη λέξη
打擾
Παραδοσιακή λέξη

打扰 ελληνικός ορισμός

dǎ rǎo

  • διαταράσσει

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dǎ): κτύπημα
  • (rǎo): διαταράσσει

Παραδείγματα ποινών με 打扰

  • 对不起,打扰一下,王教授在吗?
    Duìbùqǐ, dǎrǎo yīxià, wáng jiàoshòu zài ma?