打算 έννοια και προφορά

打算
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

打算 ελληνικός ορισμός

dǎ suàn

  • σκοπεύω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (dǎ): κτύπημα
  • (suàn): υπολογίζω

Παραδείγματα ποινών με 打算

  • 我打算下个星期去旅游。
    Wǒ dǎsuàn xià gè xīngqí qù lǚyóu.
  • 我还没有结婚的打算。
    Wǒ hái méiyǒu jiéhūn de dǎsuàn.
  • 这个问题你打算怎么解决?
    Zhège wèntí nǐ dǎsuàn zěnme jiějué?
  • 将来你打算做什么工作?
    Jiānglái nǐ dǎsuàn zuò shénme gōngzuò?