批评
批評
批评 ελληνικός ορισμός
pī píng
- κριτική
pī píng
- κριτική
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 批评
-
老师很少会批评我。
Lǎoshī hěn shǎo huì pīpíng wǒ. -
他接受了别人对他的批评。
Tā jiēshòule biérén duì tā de pīpíng.