批 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

批 ελληνικός ορισμός

  • σύνολο παραγωγής

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : grand;
  • : multitudinous; powerful;
  • : άμαξα προς μίσθωση
  • : child's buttocks (esp. Cantonese); see 噼啪|劈啪, (onom.) for crack, slap, clap, clatter etc;
  • : blank (e.g. for a coin); unburnt earthenware; semifinished product;
  • : phi
  • : puppy badger;
  • : ferocious;
  • : arsenic;
  • : (millet);
  • : error; carelessness; spoiled silk;
  • : flat arrow-head; plow blade; also pr. [pi2];
  • : clap of thunder;
  • : (horse);
  • : wild duck;

Παραδείγματα ποινών με 批

  • 老师很少会批评我。
    Lǎoshī hěn shǎo huì pīpíng wǒ.
  • 他接受了别人对他的批评。
    Tā jiēshòule biérén duì tā de pīpíng.

Λέξεις που περιέχουν 批, ανά επίπεδο HSK