承受 έννοια και προφορά

承受
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

承受 ελληνικός ορισμός

chéng shòu

  • αρκούδα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chéng): κληρονομώ
  • (shòu): λαμβάνω