把握 έννοια και προφορά

把握
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

把握 ελληνικός ορισμός

bǎ wò

  • πιάσιμο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bǎ): βάζω
  • (wò): λαβή