握
握 ελληνικός ορισμός
wò
- λαβή
wò
- λαβή
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 握, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 把握 (bǎ wò) : πιάσιμο
- 握手 (wò shǒu) : χειραψία
- 掌握 (zhǎng wò) : πιάσιμο