投票 έννοια και προφορά

投票
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

投票 ελληνικός ορισμός

tóu piào

  • ψήφος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tóu): εκμαγείο
  • (piào): εισιτήριο