抢
搶
抢 ελληνικός ορισμός
qiǎng
- αρπάζω
qiǎng
- αρπάζω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 抢, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
抢 (qiǎng): αρπάζω
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 抢劫 (qiāng jié) : ληστεία
- 抢救 (qiǎng jiù) : διάσωση