报酬 έννοια και προφορά

报酬
Απλοποιημένη λέξη
報酬
Παραδοσιακή λέξη

报酬 ελληνικός ορισμός

bào chou

  • αμοιβή

HSK level


Χαρακτήρες

  • (bào): κανω αναφορα
  • (chóu): ανταμοιβή