酬
酬 ελληνικός ορισμός
chóu
- ανταμοιβή
chóu
- ανταμοιβή
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 酬, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 报酬 (bào chou) : αμοιβή
- 应酬 (yìng chou) : καθιστώ κοινωνικόν