抽屉 έννοια και προφορά

抽屉
Απλοποιημένη λέξη
抽屜
Παραδοσιακή λέξη

抽屉 ελληνικός ορισμός

chōu ti

  • συρτάρι

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chōu): αντλία
  • (tì): συρτάρι