抽
抽 ελληνικός ορισμός
chōu
- αντλία
chōu
- αντλία
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 抽
-
对不起,医院里不能抽烟。
Duìbùqǐ, yīyuàn lǐ bùnéng chōuyān. -
公共场所禁止抽烟。
Gōnggòng chǎngsuǒ jìnzhǐ chōuyān.
Λέξεις που περιέχουν 抽, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 抽烟 (chōu yān) : καπνίζει
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 抽屉 (chōu ti) : συρτάρι
- 抽象 (chōu xiàng) : αφηρημένη