抽 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

抽 ελληνικός ορισμός

chōu

  • αντλία

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά


Παραδείγματα ποινών με 抽

  • 对不起,医院里不能抽烟。
    Duìbùqǐ, yīyuàn lǐ bùnéng chōuyān.
  • 公共场所禁止抽烟。
    Gōnggòng chǎngsuǒ jìnzhǐ chōuyān.

Λέξεις που περιέχουν 抽, ανά επίπεδο HSK