抽象 έννοια και προφορά

抽象
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

抽象 ελληνικός ορισμός

chōu xiàng

  • αφηρημένη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (chōu): αντλία
  • (xiàng): αρέσει