按时 έννοια και προφορά

按时
Απλοποιημένη λέξη
按時
Παραδοσιακή λέξη

按时 ελληνικός ορισμός

àn shí

  • στην ώρα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (àn): τύπος
  • (shí): χρόνος

Παραδείγματα ποινών με 按时

  • 我按时完成了任务。
    Wǒ àn shí wánchéngle rènwù.