捆绑 έννοια και προφορά

捆绑
Απλοποιημένη λέξη
捆綁
Παραδοσιακή λέξη

捆绑 ελληνικός ορισμός

kǔn bǎng

  • δεμένο

HSK level


Χαρακτήρες

  • (kǔn): δέσμη
  • (bǎng): γραβάτα