绑
綁
绑 ελληνικός ορισμός
bǎng
- γραβάτα
bǎng
- γραβάτα
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Λέξεις που περιέχουν 绑, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 绑架 (bǎng jià) : απαγωγή
- 捆绑 (kǔn bǎng) : δεμένο