排列 έννοια και προφορά

排列
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

排列 ελληνικός ορισμός

pái liè

  • συμφωνία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (pái): σειρά
  • (liè): στήλη

Παραδείγματα ποινών με 排列

  • 请把这些盒子按照从大到小的顺序排列。
    Qǐng bǎ zhèxiē hézi ànzhào cóng dà dào xiǎo de shùnxù páiliè.