排斥 έννοια και προφορά

排斥
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

排斥 ελληνικός ορισμός

pái chì

  • αποκρούω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (pái): σειρά
  • (chì): επίπληξη