排队
排隊
排队 ελληνικός ορισμός
pái duì
- ουρά
pái duì
- ουρά
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 排队
-
请大家排队,不要挤。
Qǐng dàjiā páiduì, bùyào jǐ.