接受
接受 ελληνικός ορισμός
jiē shòu
- αποδέχομαι
jiē shòu
- αποδέχομαι
HSK level
Χαρακτήρες
Παραδείγματα ποινών με 接受
-
你的意见我都接受。
Nǐ de yìjiàn wǒ dū jiēshòu. -
他接受了别人对他的批评。
Tā jiēshòule biérén duì tā de pīpíng.