提高 έννοια και προφορά

提高
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

提高 ελληνικός ορισμός

tí gāo

  • βελτιώσει

HSK level


Χαρακτήρες

  • (tí): αναφέρω
  • (gāo): υψηλός

Παραδείγματα ποινών με 提高

  • 你数学成绩提高了不少。
    Nǐ shùxué chéngjī tígāo liǎo bù shǎo.
  • 人们的生活水平有了很大的提高。
    Rénmen de shēnghuó shuǐpíng yǒule hěn dà de tí gāo.
  • 经过多年的积累,他的语言水平有了很大提高。
    Jīngguò duōnián de jīlěi, tā de yǔyán shuǐpíng yǒule hěn dà tígāo.
  • 通过一段时间的学习,我的汉语水平提高了
    Tōngguò yīduàn shíjiān de xuéxí, wǒ de hànyǔ shuǐpíng tígāo le