握手 έννοια και προφορά

握手
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

握手 ελληνικός ορισμός

wò shǒu

  • χειραψία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wò): λαβή
  • (shǒu): χέρι