摔倒 έννοια και προφορά

摔倒
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

摔倒 ελληνικός ορισμός

shuāi dǎo

  • πτώση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shuāi): πτώση
  • (dào): ανεστραμμένο