摸索 έννοια και προφορά

摸索
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

摸索 ελληνικός ορισμός

mō suo

  • ψαχούλεμα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (mō): αφή
  • (suǒ): έτσι