摸
摸 ελληνικός ορισμός
mō
- αφή
mō
- αφή
Επίπεδα HSK
Λέξεις που περιέχουν 摸, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
摸 (mō): αφή
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 抚摸 (fǔ mō ) : χαϊδεύοντας
- 摸索 (mō suo) : ψαχούλεμα