收入 έννοια και προφορά

收入
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

收入 ελληνικός ορισμός

shōu rù

  • εισόδημα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (shōu): λαμβάνω
  • (rù): εισαγω

Παραδείγματα ποινών με 收入

  • 他每年有 20 万的收入。
    Tā měinián yǒu 20 wàn de shōurù.