入
入 ελληνικός ορισμός
rù
- εισαγω
rù
- εισαγω
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
Παραδείγματα ποινών με 入
-
他每年有 20 万的收入。
Tā měinián yǒu 20 wàn de shōurù. -
我加入了学校的排球队。
Wǒ jiārùle xuéxiào de páiqiú duì. -
我在大楼的入口等你。
Wǒ zài dàlóu de rùkǒu děng nǐ. -
进入冬季,温度越来越低。
Jìnrù dōngjì, wēndù yuè lái yuè dī.
Λέξεις που περιέχουν 入, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 4
- 入口 (rù kǒu) : είσοδος
- 收入 (shōu rù) : εισόδημα
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
- 输入 (shū rù) : εισαγω
- 投入 (tóu rù ) : επένδυσε σε
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 陷入 (xiàn rù) : πέφτω μέσα