改良 έννοια και προφορά

改良
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

改良 ελληνικός ορισμός

gǎi liáng

  • βελτιώσει

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gǎi): αλλαγή
  • (liáng): καλός