改革 έννοια και προφορά

改革
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

改革 ελληνικός ορισμός

gǎi gé

  • μεταρρύθμιση

HSK level


Χαρακτήρες

  • (gǎi): αλλαγή
  • (gé): δέρμα