放射 έννοια και προφορά

放射
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

放射 ελληνικός ορισμός

fàng shè

  • ακτινοβολία

HSK level


Χαρακτήρες

  • (fàng): βάζω
  • (shè): βλαστός