散文 έννοια και προφορά

散文
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

散文 ελληνικός ορισμός

sǎn wén

  • πεζός λόγος

HSK level


Χαρακτήρες

  • (sàn): διεσπαρμένος
  • (wén): κείμενο