散 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

散 ελληνικός ορισμός

sàn

  • διεσπαρμένος

Επίπεδα HSK


Παραδείγματα ποινών με 散

  • 散步的时候,小狗一直跟在我身后。
    Sànbù de shíhòu, xiǎo gǒu yīzhí gēn zài wǒ shēnhòu.
  • 我家附近有个公园,我常去那里散步。
    Wǒjiā fùjìn yǒu gè gōngyuán, wǒ cháng qù nàlǐ sànbù.
  • 晚饭后,我们经常出去散步。
    Wǎnfàn hòu, wǒmen jīngcháng chūqù sànbù.
  • 星期天,他往往去公园散步。
    Xīngqítiān, tā wǎngwǎng qù gōngyuán sànbù.

Λέξεις που περιέχουν 散, ανά επίπεδο HSK