整理 έννοια και προφορά

整理
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

整理 ελληνικός ορισμός

zhěng lǐ

  • ξεδιαλύνω

HSK level


Χαρακτήρες

  • (zhěng): ολόκληρος
  • (lǐ): λόγος

Παραδείγματα ποινών με 整理

  • 请把桌子上的书整理一下。
    Qǐng bǎ zhuōzi shàng de shū zhěnglǐ yīxià.