文具 έννοια και προφορά

文具
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

文具 ελληνικός ορισμός

wén jù

  • γραφική ύλη

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wén): κείμενο
  • (jù): με