具 έννοια και προφορά

Απλοποιημένος / παραδοσιακός χαρακτήρας

具 ελληνικός ορισμός

  • με

Επίπεδα HSK


Χαρακτήρες με την ίδια προφορά

  • : όλα
  • : haughty; arrogant;
  • : δράμα
  • : πρόταση
  • : diked pond;
  • : poor; rustic;
  • : sandals;
  • : τεράστιος
  • : dull, stupid, suspicious;
  • : φόβος
  • : απορρίπτω
  • : Japanese variant of 據|据;
  • : σύμφωνα με
  • : 厈
  • : 𣢟
  • : (name of a river in Shaanxi Province);
  • : torch;
  • : startled;
  • : black millet;
  • : poor; rustic;
  • : cakes made from rice flour twisted into rings;
  • : μαζεύω
  • : lettuce, see 萵苣|莴苣;
  • : bell pendant stand;
  • : how (interj. of surprise);
  • : απόσταση
  • : to be based upon; to squat;
  • : hurry; fast; suddenly;
  • : to contribute to a feast; to pool (money);
  • : (mus. instr.);
  • : hard iron; hook; variant of 巨[ju4]; variant of 詎|讵[ju4];
  • : a saw; to cut with a saw;
  • : hurricane;

Παραδείγματα ποινών με 具

  • 搬家后我们换了新家具。
    Bānjiā hòu wǒmen huànle xīn jiājù.
  • 语言是人和人之间交流的工具。
    Yǔyán shì rén hé rén zhī jiān jiāoliú de gōngjù.
  • 常用的交通工具有汽车、火车、飞机等。
    Chángyòng de jiāotōng gōngjù yǒu qìchē, huǒchē, fēijī děng.
  • 语言是表达思想的工具。
    Yǔyán shì biǎodá sīxiǎng de gōngjù.

Λέξεις που περιέχουν 具, ανά επίπεδο HSK