文凭 έννοια και προφορά

文凭
Απλοποιημένη λέξη
文憑
Παραδοσιακή λέξη

文凭 ελληνικός ορισμός

wén píng

  • δίπλωμα

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wén): κείμενο
  • (píng): βασίζομαι σε