凭
憑
凭 ελληνικός ορισμός
píng
- βασίζομαι σε
píng
- βασίζομαι σε
Επίπεδα HSK
Χαρακτήρες με την ίδια προφορά
- 冯 : to gallop; to assist; to attack; to wade; great; old variant of 憑|凭[ping2];
- 呯 : (onom.) bang! (gong, gun firing etc);
- 坪 : a plain; ping, unit of area equal to 3.3 square meters (used in Japan and Taiwan);
- 屏 : οθόνη
- 帡 : shelter, screen, awning;
- 平 : επίπεδο
- 枰 : chess-like game;
- 泙 : sound of water splashing;
- 洴 : wash; bleach (fabric);
- 玶 : name of one kind of jade;
- 瓶 : μπουκάλι
- 苹 : μήλο
- 萍 : duckweed;
- 评 : σχόλιο
- 軿 : curtained carriage used by women; to gather together; to assemble;
- 鲆 : family of flatfish; sole;
Λέξεις που περιέχουν 凭, ανά επίπεδο HSK
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 5
-
凭 (píng): βασίζομαι σε
-
-
Λίστα λεξιλογίων HSK 6
- 文凭 (wén píng) : δίπλωμα