旅行 έννοια και προφορά

旅行
Απλοποιημένη / παραδοσιακή λέξη

旅行 ελληνικός ορισμός

lǚ xíng

  • ταξίδι

HSK level


Χαρακτήρες

  • (lǚ): ταξίδι
  • (xíng): σειρά

Παραδείγματα ποινών με 旅行

  • 我们计划夏天去云南旅行。
    Wǒmen jìhuà xiàtiān qù yúnnán lǚxíng.
  • 她把旅行的经历写成了文章。
    Tā bǎ lǚxíng de jīnglì xiěchéngle wénzhāng.