无精打采
Απλοποιημένη λέξη
無精打采
Παραδοσιακή λέξη
无精打采 ελληνικός ορισμός
wú jīng dǎ cǎi
- αδιάφορος
wú jīng dǎ cǎi
- αδιάφορος