无聊 έννοια και προφορά

无聊
Απλοποιημένη λέξη
無聊
Παραδοσιακή λέξη

无聊 ελληνικός ορισμός

wú liáo

  • βαριέμαι

HSK level


Χαρακτήρες

  • (wú): όχι
  • (liáo): κουβέντα

Παραδείγματα ποινών με 无聊

  • 周末我一个人在家,很无聊。
    Zhōumò wǒ yīgè rén zài jiā, hěn wúliáo.